- τετρώβολος
- τετρώβολοςof four obolsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρώβολος — ον, ουδ. και τετραόβολον Α 1. αυτός που ανέρχεται σε τέσσερεις οβολούς («τὸ κεφάλαιον εἰς ἄλλον πενταετῆ συνεγράψατο χρόνον τόκου τετρωβόλου», επιγρ. Τήνου) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετρώβολος απλός στρατιώτης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρώβολον και… … Dictionary of Greek
τετρωβόλους — τετρώβολος of four obols masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρωβολείος — ον, Α [τετρώβολος] τετρώβολος* … Dictionary of Greek
τετρωβολιαίος — ον, Α τετρώβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρώβολος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τετρώβολον — of four obols neut nom/voc/acc sg τετρώβολος of four obols masc/fem acc sg τετρώβολος of four obols neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετρωβολίζω — Α [τετρώβολος] 1. λαμβάνω ποσό τεσσάρων οβολών 2. υπηρετώ ως στρατιώτης … Dictionary of Greek
τετρώβολον — και τετραόβολον, τὸ, Α βλ. τετρώβολος … Dictionary of Greek
τετρωβόλου — τετρώβολον of four obols neut gen sg τετρώβολος of four obols masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)